- νοσηλευτήριο
- τοτο ίδρυμα όπου νοσηλεύονται άρρωστοι, αλλ. θεραπευτήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νοσηλευτήριο — το ίδρυμα για τη θεραπεία ασθενών, θεραπευτήριο, νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσηλεύω + επίθημα τήριο (πρβλ. βουλευ τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
θεραπευτήριος — α, ο (Μ θεραπευτήριος, ία, ον) αυτός που συντελεί στη θεραπεία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το θεραπευτήριο ίδρυμα όπου θεραπεύονται ασθενείς, νοσηλευτήριο («θεραπευτήριον ο Ευαγγελισμός») μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θεραπευτήριον τρόπος θεραπείας.… … Dictionary of Greek
νοσοκόμηση — η (Μ νοσοκόμησις) [νοσοκομώ] ιατρική φροντίδα η οποία παρέχεται σε ασθενή στο σπίτι ή σε νοσηλευτήριο από ειδικευμένα άτομα … Dictionary of Greek
Δρομοκαΐτης, Ζωρζής — (Χίος 1805 – 1880). Έμπορος. Το αρχικό επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Δερμοκαΐτης. Με τη διαθήκη του και με εκείνη της συζύγου του άφησε τη μεγάλη περιουσία του σε διάφορα κοινωφελή ιδρύματα, ενώ διέθεσε ένα ποσό για την ίδρυση φρενοκομείου. Με … Dictionary of Greek